- δυνάστης
- (dynastes). Γένος μεγάλων σκαραβαίων της τροπικής Αμερικής. Ανήκει στην οικογένεια των σκαραβαιιδών και είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κολεόπτερα έντομα. Το έντομο αυτό παρουσιάζει έντονα χαρακτηριστικά φυλετικού διμορφισμού (βλ. λ.). Το αρσενικό είναι μεγαλύτερο από το θηλυκό και φέρει ένα μακρύ, oδοντωτό μετωπικό κέρατο, που σχηματίζει λαβίδα με ένα άλλο, μακρύτερο και πιο τριχωτό κέρατο στην κάτω επιφάνεια, το οποίο αποτελεί προεξοχή του θώρακα. Το πιο διαδεδομένο είδος είναι o δ. ο Ηρακλής των Αντιλλών, που φτάνει πολλές φορές τα 15 εκ. σε μήκος. Η προνύμφη του ζει μέσα στο χώμα, κοντά στις ρίζες γέρικων δέντρων.
* * *ο (AM δυνάστης, οθηλ. δυνάστις, η)1. κυβερνήτης, κυρίαρχος2. (για τον έρωτα) βασιλιάς, κυρίαρχοςνεοελλ.μεγάλος σκαραβαίος τής τροπικής Αμερικής ο οποίος θεωρείται ως το μεγαλύτερο από όλα τα κολεόπτερα έντομαμσν.άρπαγας, σφετεριστήςαρχ.1. στον πληθ. οἱ δυνάσταιοι προύχοντες2. φρ. «λαμπροί δυνάσται» — τα αστέρια.[ΕΤΥΜΟΛ. Στη λ. δυνάστης απαντά το θ. τού δύναμαι, αλλά το -σ- τού τ. παραμένει ανερμήνευτο].
Dictionary of Greek. 2013.